- οδυρτικος
- ὀδυρτικός31) вечно жалующийся Arst.2) жалобный, жалостный Plut.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
οδυρτικός — ὀδυρτικός, ή, όν (ΑΜ) [οδυρτός] οικτρός, αξιοθρήνητος αρχ. παραπονιάρης. επίρρ... ὀδυρτικῶς (Α) με οδυρτικό τρόπο, αξιοθρήνητα … Dictionary of Greek
ὀδυρτικός — querulous masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀδυρτικά — ὀδυρτικός querulous neut nom/voc/acc pl ὀδυρτικά̱ , ὀδυρτικός querulous fem nom/voc/acc dual ὀδυρτικά̱ , ὀδυρτικός querulous fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀδυρτικῶν — ὀδυρτικός querulous fem gen pl ὀδυρτικός querulous masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀδυρτικόν — ὀδυρτικός querulous masc acc sg ὀδυρτικός querulous neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀδυρτικαί — ὀδυρτικός querulous fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀδυρτικοί — ὀδυρτικός querulous masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀδυρτικοῦ — ὀδυρτικός querulous masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀδυρτικωτέρως — ὀδυρτικός querulous masc acc comp pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀδυρτικῆς — ὀδυρτικός querulous fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀδυρτική — ὀδυρτικός querulous fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)