οδυρτικος

οδυρτικος
    ὀδυρτικός
    3
    1) вечно жалующийся Arst.
    2) жалобный, жалостный Plut.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "οδυρτικος" в других словарях:

  • οδυρτικός — ὀδυρτικός, ή, όν (ΑΜ) [οδυρτός] οικτρός, αξιοθρήνητος αρχ. παραπονιάρης. επίρρ... ὀδυρτικῶς (Α) με οδυρτικό τρόπο, αξιοθρήνητα …   Dictionary of Greek

  • ὀδυρτικός — querulous masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀδυρτικά — ὀδυρτικός querulous neut nom/voc/acc pl ὀδυρτικά̱ , ὀδυρτικός querulous fem nom/voc/acc dual ὀδυρτικά̱ , ὀδυρτικός querulous fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀδυρτικῶν — ὀδυρτικός querulous fem gen pl ὀδυρτικός querulous masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀδυρτικόν — ὀδυρτικός querulous masc acc sg ὀδυρτικός querulous neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀδυρτικαί — ὀδυρτικός querulous fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀδυρτικοί — ὀδυρτικός querulous masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀδυρτικοῦ — ὀδυρτικός querulous masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀδυρτικωτέρως — ὀδυρτικός querulous masc acc comp pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀδυρτικῆς — ὀδυρτικός querulous fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀδυρτική — ὀδυρτικός querulous fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»